σφαλερίτης

σφαλερίτης
Ορυκτό του ψευδάργυρου. Πρόκειται για θειούχο ψευδάργυρο (ZnS). Το χρώμα του ποικίλλει ανάλογα με τις προσμείξεις που περιέχει και συνυπάρχει σχεδόν πάντα, με γαληνίτη, σε μοναχικούς ή συσσωματομένους κρυστάλλους. Οι κρύσταλλοι αυτοί είναι ωραιότατοι και βρίσκονται στα κοιτάσματα της κοιλάδας του Βιν (Ελβετία), του Πρίμπραμ (Βοημία, Τσεχοσλοβακία), του Ρόντνα (Τρανσυλβανία, Ρουμανία) και του Γιόπλιν (Μισούρι, ΗΠΑ). Στην Ιταλία βρίσκονται στη Σαρδηνία και στις λομβαρδικές κοιλάδες ενώ στην Ελλάδα στα θειούχα μεταλλεύματα (μόλυβδου, θείου και ψευδάργυρου) και αποτελούν μάλιστα σήμερα τη μόνη πηγή παραγωγής ψευδάργυρου. Μεγάλα κοιτάσματα γαληνίτη και σφαλερίτη υπάρχουν ΒΔ της Δράμας, στην κρυσταλ-λοσχιστώδη μάζα της Ροδόπης, στη Χαλκιδική και στα μεταλλεία του Λαυρίου. Ο σφαλερίτης είναι ορυκτό του ψευδάργυρου. Παρουσιάζεται με πολλά χρώματα.
* * *
ο, Ν
(ορυκτ.) θειούχο ορυκτό τού ψευδαργύρου το οποίο αποτελεί το κύριο μετάλλευμα τού ψευδαργύρου και απαντά μαζί με γαληνίτη στα σημαντικότερα κοιτάσματα μολύβδου-ψευδαργύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Sphalerit (< σφαλερός + -ίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ημιεδρία — Ιδιότητα των κρυστάλλων, η συμμετρία των oποίων είναι το μισό της συμμετρίας του κρυσταλλικού τους πλέγματος. Κλασική περίπτωση είναι το τετράεδρο που έχει τις μισές έδρες του οκτάεδρου και τις ίδιες παραμετρικές σχέσεις (1:1:1), ενώ τα στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • ψευδάργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Zn· ανήκει στη δεύτερη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 30, ατομικό βάρος 65,37 και δεκατρία ισότοπα, από τα οποία πέντε είναι σταθερά. Δεν βρίσκεται ελεύθερος στη… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • επίπλευση — Μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμείξεις που τα συνοδεύουν. Η τεχνική αυτή βασίζεται στη διαφορά διαβροχής μεταξύ της επιφάνειας των ορυκτών και των προσμείξεων, ενώ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα του υλικού που δεν έχει διαβρεχτεί να… …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • κυβικό σύστημα — Μία από τις επτά υποδιαιρέσεις της κρυσταλλικής κατάταξης των κρυστάλλων. Περιλαμβάνει όλους τους κρυστάλλους με τριπλό σύστημα κρυσταλλογραφικών αξόνων, οι οποίοι σχηματίζουν μεταξύ τους γωνίες (α,β,γ) ίσες με 90°. Οι θεμελιώδεις παράμετροι (a,b …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”